- προσκάλεσμα
- [проскалээма] ουσ. о. приглашение, вызов,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
προσκάλεσμα — το, Ν πρόσκληση, κάλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσκαλεσ τού αορ. προσκάλεσ α τού προσκαλώ + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
προσκάλεσμα — το, ατος πρόσκληση, κάλεσμα: Τα προσκαλέσματα του γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)